Με το «Θέατρο του Άλλοτε» κάθε Τετάρτη και Πέμπτη του Μαΐου
Συνέντευξη: στην Κική Μουστακίδου
Η παράσταση «Κάτω Κόσμος» από την ομάδα «Θέατρο του Άλλοτε» (Θέατρο Αυλαία, 17, 18, 24 και 25 Μαΐου) βασίζεται στα τρία δημοτικά τραγούδια «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά», «Λυγερή στον Άδη» και «Του Νεκρού Αδελφού». Αυτή η πληροφορία σου δίνει μια ιδέα για το τι μπορεί να παρακολουθήσεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν φαντάζεσαι το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς αυτών των παιδιών.
Ένα έργο για τον θάνατο και την απώλεια που σε αρπάζει από τα σπλάχνα και σε συγκινεί σεβόμενο τις επώδυνες αναμνήσεις σου. Γραμμένο σε 15σύλλαβο στίχο από την Μαρία Ράπτη, που είναι η σταθερή «πένα» της ομάδας εδώ και χρόνια, σε φέρνει σε επαφή με τον λυρικό θρήνο του παρελθόντος και σε βοηθάει να «αδειάσεις», να λυτρωθείς, να εξοικειωθείς – στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού – με το αναπόφευκτο του θανάτου.
Φυσικά, η σκηνοθεσία της Βαρβάρας Δουμανίδου απογειώνει τις φορτισμένες λέξεις και συνθέτει ένα μυσταγωγικό σύμπαν επί σκηνής. Άλλωστε αυτά τα δύο κορίτσια, από το 2012 που συμπράττουν στο «Θέατρο του Άλλοτε», χτίζουν με συνέπεια το καλλιτεχνικό τους στίγμα στην πόλη.
Διαβάστε την συνέντευξη της Βαρβάρας Δουμανίδου στον Άκη Σακισλόγλου
Μιλήσαμε με την Μαρία για τον «Κάτω Κόσμο» που σε αφήνει με τις καλύτερες εντυπώσεις και διαπιστώσαμε ότι το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα έχει και η συναναστροφή μαζί της. «Εγώ γράφω γιατί περνάω καλά, είναι διασκέδαση για μένα. Και ίσως για αυτό καταπιάνομαι με αυτά τα θέματα. Με ρωτάνε συχνά γιατί ασχολούμαι με τον φόβο και τον τρόμο: εμένα αυτό το κομμάτι είναι η διασκέδασή μου», αναφέρει.
Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν τον θάνατο. Εσύ όμως, γράφεις για να υπενθυμίσεις την αναπόφευκτη παρουσία του στη ζωή μας. Γιατί;
Τον θάνατο πλέον τον αντιμετωπίζουμε σαν ένα ταμπού. Προσπαθούμε να μην τον σκεφτόμαστε, δεν τον συζητάμε και παρ’ όλα αυτά είναι η μόνη βεβαιότητα που έχουμε στη ζωή μας. Παλιότερα, από διηγήσεις που έχω ακούσει από το χωριό μου και τις καταβολές που έχω, ο θάνατος ήταν πιο κοντά στη ζωή του ανθρώπου. Δηλαδή η μάνα μου ως παιδί πήγαινε σε κηδείες και παίζανε δίπλα στο φέρετρο, ήταν μια οικεία εικόνα. Τώρα προσπαθούμε πολύ να προστατέψουμε τα μικρά παιδιά από αυτό. Δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, αλλά θεωρώ ότι αυτή η απομόνωση που έχουμε από τον θάνατο είναι λίγο υποκριτική και δεν μου αρέσει, γιατί μου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι θα ζήσω για πάντα. Και προσωπικά θέλω να θυμάμαι ότι δεν θα ζήσω για πάντα, παρότι εξακολουθεί ο θάνατος να μου φαίνεται πάρα πολύ παράλογος.
Γιατί θέλεις να θυμάσαι ότι δεν θα ζήσεις για πάντα;
Αυτή η ψευδαίσθηση με κάνει να γίνομαι αλαζονική και με κάνει να ξεχνιέμαι. Να πέφτω σε μια κατάσταση ασυνειδησίας που θεωρώ ότι εμένα σαν άνθρωπο δεν με εξυπηρετεί. Και όσο περνάνε τα χρόνια, θέλω να νιώθω ότι προλαβαίνω τον χρόνο και έχω κάνει πράγματα.
Ισχύει αυτό που ακούγεται και στην παράσταση, ότι «ξεχνάμε τους νεκρούς για να ξεχάσουμε τη δική μας μοίρα»; Είναι πιο εύκολη η λήθη;
Η λήθη είναι πολύ εύκολη και δεν γίνεται να ζήσουμε χωρίς αυτή. Αυτό δηλαδή που πραγματεύεται κυρίως το δεύτερο δημοτικό ποίημα με το οποίο ασχοληθήκαμε, η Λυγερή στον Άδη, στο οποίο πεθαίνει μια πολύ νέα κοπέλα και κάποια στιγμή ακόμα και η οικογένειά της τη λησμονά. Είναι η άμυνα του ανθρώπου. Από την άλλη, θεωρώ ότι θα μπορούσε να υπάρχει και ένα μέτρο. Προσπαθούμε κάθε φορά να περάσουμε τη ζωή μας με ένα φρέσκο χρώμα και να ξεχάσουμε όλα τα προηγούμενα, ενώ δεν είναι απαραίτητα κακό να τα θυμόμαστε. Ίσως μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε πράγματα στο μέλλον.
Τοποθετείς λέξεις και στα χείλη του Χάρου, ο ρόλος του οποίου περικυκλώνει όλη την παράσταση. Πώς αντιδρά ο κόσμος στην επιβλητική παρουσία του πάνω στη σκηνή;
Γενικά, ένα μεγάλο μέρος του κοινού ξενίζεται από την παρουσία του Χάρου και από το γεγονός ότι έχει διάδραση με τους κοινούς θνητούς του έργου. Αυτά που λέει είναι αρκετά σκληρά, δύσκολα και φρικιαστικά, αυτός είναι που θυμίζει το αναπόδραστο του θανάτου, αλλά αρέσει και σε αρκετούς. Έτσι κι αλλιώς σε κάποια δημοτικά ποιήματα οι άνθρωποι παζαρεύουν με τον Χάρο. Εμένα μου αρέσει πολύ αυτή η οπτική, το γεγονός ότι παζαρεύεις με τον θάνατο. Φυσικά χάνουμε πάντα…
Σκεφτόμουν το εξής: ο «Κάτω Κόσμος» είναι μια παράσταση σοκαριστική που όμως δεν σοκάρει. Συμφωνείς με αυτή την διατύπωση;
Ναι, θεωρώ ότι είναι μια παράσταση σοκαριστική γιατί ακουμπά σημεία που πονάνε πολύ, διεγείρει μνήμες που έχουμε ζήσει όλοι μας και μας πονάνε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Είναι μια ωμή παράσταση. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι κάποιος πρέπει επί δέκα λεπτά να παρακολουθήσει μια κηδεία που πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια του είναι αρκετά σκληρό. Αλλά δεν σοκάρει, γιατί αυτό γίνεται με σεβασμό. Δεν ευτελίζεται ούτε η έννοια της κηδείας, ούτε η έννοια ενός νεκρού. Έχουμε κάνει και λαογραφική μελέτη πάνω στο πώς ήταν ο θάνατος και το τελετουργικό της κηδείας μιας άλλης εποχής.
Εσένα τι σε συγκινεί στην απώλεια, τον θρήνο, το σκοτάδι;
Το μη αναστρέψιμο. Η απώλεια ενός ανθρώπου είναι κάτι που δεν «ξεγίνεται». Αυτό είναι που με συγκινεί και με πονάει. Η σκέψη ότι έναν άνθρωπο δεν τον έχεις πια κοντά σου και δεν θα τον ξαναέχεις ποτέ είναι πάρα πολύ σκληρή. Αλλά παρ’ όλα αυτά μαθαίνεις να ζεις με αυτό.
Γιατί επιλέξατε τα συγκεκριμένα τρία δημοτικά τραγούδια;
Μας προκάλεσαν περισσότερο δραματουργικά. Και σε μένα γέννησαν περισσότερες εικόνες, και στην Βαρβάρα. Αρχικά ξεκινήσαμε με το ποίημα «Του νεκρού αδελφού». Μου είπε η Βαρβάρα «θέλω να κάνω κάτι με αυτό», της είπα «ρε συ, πάρα πολλά χρόνια το σκέφτομαι» και κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Αποφασίσαμε πρώτα ποιες σκηνές θα έχει το έργο και εγώ άρχισα να γράφω πάνω σε αυτές τις σκηνές. Έπρεπε να γράψω σε 15σύλλαβο, είχα τέτοια διαβάσματα αλλά δεν το είχα κάνει ποτέ. Τελικά τα κατάφερα, το αποτέλεσμα μου άρεσε. Πολύς κόσμος θεωρεί ότι εγώ έχω κάνει απλά τη συρραφή των ποιημάτων, αλλά το κείμενο που ακούγεται είναι κατά 95% δικό μου και μόνο 3-4 φράσεις αυτούσιες έχουν μπει από κάθε ποίημα.
Η συνεργασία σου με την Βαρβάρα πώς είναι; Ισχύει ότι είναι το alter ego σου;
Είμαστε πρώτα από όλα φίλες. Νομίζω ότι είναι μια συνεργασία λίγο καρμική, κινούμαστε πολύ στα ίδια μήκη κύματος, έχουμε την ίδια αισθητική, διασκεδάζουμε με τα ίδια πράγματα, και η οπτική μας σχεδόν ταυτίζεται.
Το γράψιμο πώς το βιώνεις σαν διαδικασία;
Εγώ γράφω γιατί περνάω καλά όταν γράφω, είναι διασκέδαση για μένα. Και ίσως για αυτό καταπιάνομαι με αυτά τα θέματα. Με ρωτάνε συχνά γιατί ασχολούμαι με τον φόβο και τον τρόμο: εμένα αυτό το κομμάτι είναι η διασκέδασή μου. Είναι σαν κάποιον που κάνει extreme sports – βέβαια, δεν είναι το ίδιο γιατί εγώ είμαι στο σπίτι μου, δεν κινδυνεύω από τίποτα – αλλά κάπως έτσι νιώθω και για το γράψιμο. Γράφω γιατί είναι ένας άλλος τρόπος να διαβάζω.
Τελικά, «πεθαίνεις όταν σώνονται τα όνειρα»;
Ναι, πνευματικά. Σε επίπεδο οντολογικό είναι ένας θάνατος αυτός. Μόνο δημιουργώντας μπορούμε να υπάρξουμε, αλλιώς μου φαίνεται παράλογη η ύπαρξη. Νομίζω ότι το νόημα της ζωής είναι η δημιουργία, η ζωή δηλαδή.
Info
Πριν αναφερθούμε στην ταυτότητα της παράστασης «Κάτω Κόσμος», θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η Μαρία Ράπτη παρουσιάζει το τρίτο της βιβλίο με τίτλο «Οι Καταραμένοι» (εκδόσεις Αρχέτυπο) την Τρίτη 16 Μαΐου στον χώρο των εκδόσεων (Χρυσοστόμου Σμύρνης 8). Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο ΕΔΩ.
«Κάτω Κόσμος»
Στο θέατρο Αυλαία Πλατεία ΧΑΝΘ (πλευρά Τσιμισκή)
3,4 10,11, 17,18, 24 και 25 Μαΐου στις 21:00
Κείμενo: Μαρία Ράπτη
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Δουμανίδου
Facebook event της παράστασης
Μουσική: Ακριβός Ζερβός – Παναγιώτης Σακούλας
Επιμέλεια κίνησης: Δημήτρης Βασιλειάδης
Κατασκευή μάσκας: Δημήτρης Βασιλειάδης
Φωτογραφίες: Νίκος Γκάρας
Επιμέλεια trailer : Τόμης Βρακάς – Κώστας Βρακάς
Παίζουν:
Ιωάννης Κυφωνίδης: Χάρος
Δημήτρης Βασιλειάδης: Κωνσταντής
Τζώρτζια Βογιατζόγλου: Ασημίνα
‘Αννα Μαρία Γάτου: Λυγερή
Δουμανίδου Βαρβάρα: Η τρελή του χωριού
Όλγα Καλαμάρα: Μάνα Κωνσταντή
Γιώργος Καλπακίδης: Νικόλας
Νατάσα Κοψαχείλη: Φιλιώ
Θεοδώρα Κωστάκου: Καλούδα
Γιώργος Κωνσταντίνου: Ζάχος
Νίκος Νικολαίδης: Γιώργης
Μαρία Σεμερτζίδου: Λένα
Αριάνα Τσάιτα: Αρετή
Ακριβός Ζερβός: Μουσικός
Παναγιώτης Σακούλας: Μουσικός