Τα «Πλευρικά», η Φλώρινα και ο Πεντζίκης
Συνέντευξη στην Κική Μουστακίδου
Το να μιλάς για ποίηση, βράδυ Παρασκευής, στο πατάρι του Σάρωθρον και με τα ποτάμια του κόσμου να κατακλύζουν ήδη τον πεζόδρομο της Κατούνη, είναι μια εικόνα ποιητική από μόνη της.
Η Μαίρη Κλιγκάτση, με το πρώτο της βιβλίο ποιητικής πρόζας με τίτλο «Πλευρικά» (2015, Εκδόσεις Γαβριηλίδης), ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» και της «Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων», κυρίως όμως κατάφερε να «παραιτηθεί» από τον εαυτό της για να εξερευνήσει ένα σύμπαν που διαμορφώθηκε έτσι ώστε να την αφορά.
Αυτές οι τελευταίες λέξεις είναι κομμάτι από τις δικές της κουβέντες, ένα «δάνειο» που πήρα από τη συνέντευξή μας για χάρη της εισαγωγής. Το ταξίδι της Μαίρης ξεκίνησε στη γενέτειρα Φλώρινα, συνεχίστηκε με σπουδές στο Πολυτεχνείο της Ξάνθης και άλλαξε κατεύθυνση στη Γερμανία, εκεί όπου μορφοποιήθηκε μέσα της η ανάγκη της για τη γραφή. Μετακόμισε στην Αθήνα και επέστρεψε στη Φλώρινα ως φοιτήτρια του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Με το ημερολόγιο στο 2017, η Μαίρη Κλιγκάτση ζει στη Θεσσαλονίκη και μιλά με τόσο πάθος για την ποίηση που ξεχνά να ανάψει το τσιγάρο που κρατά στο χέρι της.
Έχω μπροστά μου τα «Πλευρικά», το πρώτο σου βιβλίο, και θέλω να ξεκινήσουμε με τον πρώτο στίχο που συγκράτησα: «το μόνο πρωτογενές, το άχρονα τέλειο, είναι η λέξη». Εσύ από ποιες λέξεις είσαι πλασμένη;
Εγώ ή τα πλευρά μου; Αστειεύομαι. Ωραία ερώτηση, μα δεν ξέρω αν απαντιέται. Είναι, μάλλον, οντολογικής τάξεως το ζήτημα: Η λέξη ως Λόγος και η διαδικασία της ονοματοδοσίας, ζητήματα που δεν τα έλυσα με τα Πλευρικά –και πώς αλλιώς εξάλλου;– συνεχίζουν να με αφορούν και θα συνεχίσουν. Ας πούμε, πως γράφοντας, αναζητάς μονοπάτια να επιστρέψεις στα ριζικά σου, στην αρχή σου, και πως παλεύοντας με τα ονόματα που σε κατοικούν ξετυλίγεις το νήμα της Ιστορίας και το νήμα της ιστορίας σου. Ας πούμε ότι οι λέξεις που με αφορούν είναι τα ονόματα και η σχέση τους με τα πρόσωπα.
Πότε ξεκίνησες να γράφεις; Έχεις βρει απάντηση στο «γιατί γράφεις;», τον βαθύ λόγο για αυτό;
Συστηματικά, ας πούμε, στη Γερμανία, όταν πήγα για ένα μεταπτυχιακό στο Πολυτεχνείο, το οποίο φυσικά δεν ολοκλήρωσα ποτέ. Μέχρι τότε η σχέση μου με τη γραφή ήταν μάλλον αυτοθεραπευτικού χαρακτήρα, όπως συνήθως συμβαίνει στην αρχή· το γραπτό ως σανίδα σωτηρίας χωρίς καμία μορφοποιημένη αισθητική πρόταση – πρόθεση. Δεν είμαι βέβαιη, όμως, αν το ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε είναι το πότε ξεκινάμε να γράφουμε ή πότε ξεκινάμε να διαβάζουμε, να μελετούμε όσα μας παραδόθηκαν: γραπτά, συγγραφείς, ίχνη και ερείπια. Θέλω να πω με λίγα λόγια, πως δεν πιστεύω ούτε στα ταλέντα ούτε στις κλίσεις, πιστεύω στην πειθαρχία και τη χάρη, αλλά και στη μεγάλη ευλογία της ανάγνωσης. Εκεί, στο περιθώριο των σελίδων που μελετάς, αρχίζεις να συνειδητοποιείς πως στόχος είναι το καθρέφτισμα του ενός στον άλλον.
Η γραφή ξεκινά στην αντανάκλαση του εγώ στο εσύ, συμβαίνει τότε να παραιτείσαι από τον εαυτό σου και να αναζητάς διαρκώς το πρόσωπο του άλλου ως δικό σου, περικλείοντας «στη μοναδική σου γέννηση απειρία γεννήσεων και θανάτων», για να μνημονεύσουμε και τον Ν. Γ. Πεντζίκη.
Ποιοι είναι οι λογοτέχνες και ποιητές που θεωρείς ότι σε καθόρισαν στο ύφος της γραφής σου;
Είμαι λίγο επιφυλακτική στο θέμα των προγόνων, των επιγόνων, των συγγενειών, των γενιών. Μπορώ να αναγνωρίσω ως πρόγονο έναν απολύτως συγκαιρινό μου, ακριβώς γιατί η γραμμικότητα του χρόνου δεν μου μοιάζει πως επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της γραμματείας. Συμβαίνει, συχνά, η φωνή συγχρόνων μου να ηχεί στα αυτιά μου με την καθαρότητα που ηχούν φωνές δοκιμασμένες, που έρχονται από πολύ μακριά. Αρθρώνουν, με λίγα λόγια, ένα διαρκές αίτημα.
Τιμώ και μνημονεύω τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, επιστρέφω στα πατερικά κείμενα, στους Ψαλμούς του Δαυίδ, στον Εκκλησιαστή, στα υπόλοιπα ποιητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Ξαναθητεύω στο εργαστήρι του Χρήστου Βακαλόπουλου και το ασκηταριό του Νίκου Καρούζου. Ακολουθώ τις θάλασσες του Νίκου Καββαδία.
Μου προσφέρουν σώμα κείμενα ανθρώπων που ζούμε μαζί, στο εδώ και τώρα: η Κατερίνα Χανδρινού, ο Κυριάκος Μαργαρίτης. Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλους. Το κάνω, ελπίζω, στο επόμενο βιβλίο. Φροντίζω να ονομάζω πάντα τα χρέη μου, να ανάβω κεριά για τους ζωντανούς μου και να τελώ τα μνημόσυνα στους πεθαμένους μου.
Μίλησε μου για τα «Πλευρικά». Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης και ποια είναι η ραχοκοκαλιά αυτού του πρώτου σου έργου;
Τα πλευρικά ξεκίνησαν από το τρίπτυχο «μη μου τις πράξεις ελέγξεις», «μη μου την ανημπόρια ελέγξεις», «μη μου τις λέξεις ελέγξεις», ως αντικαθρέφτισμα φράσης ενός εκκλησιαστικού ύμνου. Φανερώθηκε στην πορεία, ήδη από το πρώτο σώμα κειμένων, πως το πρόσωπο, που τότε με αφορούσε, ήταν η Εύα. Τώρα που έχει περάσει πια ο καιρός, καταλαβαίνω πως είναι τα πρόσωπα που δουλεύουν μέσα μου, αυτά φανερώνονται σαν δουλέψει καλά ο καιρός.
Στα «Πλευρικά» λοιπόν, υφαίνεται ξανά το υφαντό του Αδάμ και της Εύας, λειτουργώ με κλειστές δομές στην αρχή. Όσο ανοίγουν στην πορεία, όσο συμπεριλαμβάνουν κι άλλα πρόσωπα, άρα και άλλα ποιήματα τόσο πιο ικανοποιημένη αισθάνομαι. Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα μόνα τους ποιήματα. Είναι πολύ μόνα τους ούτως η άλλως, για αυτό και προσπαθώ να γράψω πιο συνθετικές αφηγήσεις.
Διάβασα κάπου πολύ σωστά ότι «η θεματολογία σου στα ‘’Πλευρικά’’ είναι ένα περιβάλλον και όχι σπαράγματα τόπων και ανθρώπων». Σε ποιο περιβάλλον θέλεις να βυθιστεί ο αναγνώστης;
Ας πούμε, ότι με ενδιαφέρει η αφήγηση να ανοίγει ένα μικρό παράθυρο ενσάρκωσης παλαιότερων αφηγήσεων στο τώρα. Είτε αυτές οι αφηγήσεις είναι δημοτικά τραγούδια, είτε βιβλικά κείμενα, είτε άλλα ποιήματα. Με ενδιαφέρει με άλλα λόγια η συνομιλία, όχι όμως απλώς με την έννοια της διακειμενικότητας, όπως έχει ορισθεί. Για να το πω με μεγαλύτερη σαφήνεια: με αφορά η διακειμενικότητα ως ενσάρκωση της σχέσης των προσώπων, ως άλλος τύπος μνημόσυνου, ως χορός ζώντων και τεθνεώτων. Υπό την έννοια που ρωτάς, ναι, με αφορά η συνάντηση προσώπων στο χώρο και στο χρόνο, στο εδώ και τώρα του ποιήματος.
Στους μουσικούς που καλούμε στο Σάρωθρον συνήθως ρωτάμε αν τους εμπνέει η πόλη για να γράφουν τραγούδια. Εσένα, ως νέα ποιήτρια, σου δίνει τροφή;
Η Θεσσαλονίκη με γοητεύει ως η μητέρα πόλη του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ως ανεξάντλητος ταμιευτήρας στον οποίο βαπτίστηκε το εγώ και το αρχείο του. Συνεπώς, ο δεσμός μας είναι, μάλλον, εξ αγχιστείας. Η μόνη πόλη στην οποία θα επιστρέφω, της οποίας το χώμα αναγνωρίζω ως καταγωγική αρχή και οριστική κατοικία είναι η Φλώρινα. Και μου αρκεί για μια ζωή κι ακόμη μία.
«Κοίτα με που προσπαθώ.
Κοίτα με πώς παλεύω.
Πες Α-μ-ή-ν, Εσύ, αντί για μένα».
Info
Η Μαίρη Κλιγκάτση από τον Μάιο του 2015 διευθύνει τη λογοτεχνική πλατφόρμα litart.gr. Σπουδάζει Θεολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύεται στη Γενική και Συγκριτική Γραμματολογία στο τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ.
Έχει τελειώσει το δεύτερο βιβλίο της, το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2018.